Ως θρόμβωση ορίζεται ο σχηματισμός πήγματος αίματος (θρόμβου) εντός κάποιου αιμοφόρου αγγείου (φλέβα, αρτηρία) προερχόμενου από τη συγκόλληση των έμμορφων συστατικών του αίματος υποβοηθούμενων από τους παράγοντες πήξης (σχήμα 1). Ο συγκεκριμένος μηχανισμός πυροδοτείται κάθε φορά που υπάρχει εξωγενές αγγειακό τραύμα (πχ κόψιμο δέρματος) και αποτελεί προστασία του οργανισμού από την αιμορραγία. Αντίθετα όταν ο σχηματισμός θρόμβου συμβαίνει ενδαγγειακά, υποκρύπτει παθολογική διαδικασία.
Ο ενδαγγειακός θρόμβος (φλεβικός ή αρτηριακός) προκαλεί απόφραξη του αγγείου και διακοπή της φυσιολογικής κυκλοφορίας του αίματος με κίνδυνο τη βιωσιμότητα του οργάνου ή άκρου. Ο σχηματισμένος θρόμβος μπορεί να αποσπασθεί και να προκαλέσει εμβολή δηλαδή απόφραξη σε άλλη περιοχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η φλεβική θρόμβωση των κάτω άκρων κατά την οποία θρόμβος μπορεί να αποσπαστεί και να προκαλέσει πνευμονική εμβολή, κατάσταση με υψηλή θνητότητα και νοσηρότητα.